υδραυλικές κατασκευές

υδραυλικές κατασκευές
Εγκαταστάσεις που προορίζονται για τη διευθέτηση και χρησιμοποίηση των φυσικών υδάτων. Το νερό υπήρξε πάντοτε και είναι ουσιώδες στοιχείο στη ζωή του ανθρώπου, ο οποίος, ακριβώς γι’ αυτό, ασχολήθηκε από τις απώτερες εποχές με τον έλεγχο και τη χρήση του: εκμεταλλεύτηκε για οικιακές χρήσεις τις πηγές που παρείχαν νερό φιλτραρισμένο διαμέσου εδαφικών στρωμάτων, μεταφέροντάς το στους τόπους χρησιμοποίησης με τα υδραγωγεία· κατασκεύασε πηγάδια για να συλλέγει νερό από τις υπόγειες φλέβες, όταν αυτό ανάβλυζε μόνο του· αποθήκευσε το βρόχινο νερό σε υδαταποθήκες για να το χρησιμοποιεί σε περιόδους ξηρασίας· άλλαξε την κατεύθυνση του νερού από τις φυσικές κοίτες του κατασκευάζοντας φράγματα, διώρυγες και αγωγούς για να κινήσει μηχανές (υδροστρόβιλοι) και να αρδεύσει καλλιέργειες· έκανε εγγειοβελτιωτικά έργα αποξηραίνοντας βαλτώδεις περιοχές· σχεδίασε και πραγματοποίησε πολύπλοκα συστήματα αποχέτευσης των ακάθαρτων υδάτων των κατοικημένων περιοχών· κατασκεύασε αντιπλημμυρικά φράγματα χειμάρρων και ποταμών στα σημεία όπου οι πλημμύρες αποτελούσαν κίνδυνο για τις γύρω περιοχές. Επίσης οι υδραυλικές κατασκευές περιλαμβάνουν ακόμα όλα τα λιμενικά έργα (προβλήτες, κυματοθραύστες, δεξαμενές πλοίων κλπ.) για την εξυπηρέτηση των πλωτών μέσων και την προστασία τους από τις φυσικές κινήσεις και μεγάλες μετατοπίσεις του νερού και τις συνέπειες της. Η σχεδίαση και η πραγματοποίηση των υδραυλικών κατασκευών γενικά παρουσιάζουν δυσκολίες και άγνωστους παράγοντες, επειδή κατά την κίνηση των φυσικών υδάτων ασκούνται δυνάμεις και αντιδράσεις, που δεν μπορεί πάντοτε να προβλεφθούν· οι ειδικοί τεχνικοί εισάγουν επομένως στον θεωρητικό υπολογισμό υψηλούς συντελεστές ασφάλειας και λαμβάνουν υπόψη στο μέγιστο τα στατιστικά δεδομένα των γεγονότων (πλημμύρες, πλημμυρίδες, κατακλυσμοί κλπ.) που έγιναν σε μακρές χρονικές περιόδους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… …   Dictionary of Greek

  • μόνωση — Η χρήση κατάλληλων υλικών ή η εφαρμογή ειδικών τεχνικών λύσεων για την αποτελεσματική προστασία χώρων, εγκαταστάσεων, συσκευών ή αντικειμένων από τη διάδοση φυσικών φαινομένων, όπως οι θόρυβοι (ηχομόνωση), η θερμότητα (θερμομόνωση), οι κραδασμοί …   Dictionary of Greek

  • υδραυλικός — ή, ό / ὑδραυλικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕδραυλος / ὕδραυλις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διοχέτευση τού νερού και τη χρησιμοποίησή του σε μηχανικά έργα («υδραυλικός μηχανισμός») νεοελλ. 1. υδρευτικός («υδραυλική εγκατάσταση» σύστημα σωληνώσεων και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”